Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμπέμπω < (σύν) συμ- + πέμπω

  Ρήμα επεξεργασία

συμπέμπω

  1. στέλνω μαζί, ταυτόχρονα
  2. συνοδεύω

  Πηγές επεξεργασία