↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πομπικός η πομπική το πομπικό
      γενική του πομπικού της πομπικής του πομπικού
    αιτιατική τον πομπικό την πομπική το πομπικό
     κλητική πομπικέ πομπική πομπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πομπικοί οι πομπικές τα πομπικά
      γενική των πομπικών των πομπικών των πομπικών
    αιτιατική τους πομπικούς τις πομπικές τα πομπικά
     κλητική πομπικοί πομπικές πομπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πομπικός < αρχαία ελληνική πομπικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πομπικός

  1. κατάλληλος για πομπή, ίσως ο πομπώδης αλλά πάντως ο εντυπωσιακός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πομπικός < πομπεύω

  Επίθετο

επεξεργασία

πομπικός

  1. κατάλληλος για πομπή (άλογο, ρούχο, κόσμημα, ασπίδα, τραγούδι κ.λπ.)
  2. ἢν δέ τις ἄρα βουληθῇ καὶ πομπικῷ καὶ μετεώρῳ καὶ λαμπρῷ ἵππῳ χρήσασθαι : αν κάποιος θέλει να αποκτήσει άλογο κατάλληλο για πομπές, ζωηρό και ψηλό