ραδιοπομπός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ραδιοπομπός < ραδιο- + πομπός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική radio transmitter)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾa.ði.o.pomˈbos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαραδιοπομπός αρσενικό
- πομπός με τον οποίο στέλνουμε μηνύματα μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων
- φυσικός ή αστρονομικός ραδιοπομπός, φυσική ραδιοπηγή
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ραδιοπομπός
|