ενεστώτας move in
γ΄ ενικό ενεστώτα moves in
αόριστος moved in
παθητική μετοχή moved in
ενεργητική μετοχή moving in

  Ετυμολογία

επεξεργασία
move in < → δείτε τις λέξεις move και in

move in (en)

  • μετακομίζω, θα εγκατασταθώ κάπου
    ⮡  We are moving in on Sunday.
    Θα μετακομίσουμε την Κυριακή.
    ⮡  When are you moving into your new house?
    Πότε μετακομίζετε στο νέο σας σπίτι;
     αντώνυμα: move out