ενεστώτας move out
γ΄ ενικό ενεστώτα moves out
αόριστος moved out
παθητική μετοχή moved out
ενεργητική μετοχή moving out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
move out < → δείτε τις λέξεις move και out

move out (en)

  • μετακομίζω, θα φύγουμε από κάπου
    ⮡  We are moving out on Sunday.
    Θα μετακομίσουμε την Κυριακή.
    ⮡  I will be moving out of the province to the capital.
    Θα μετακομίσω από την επαρχία στην πρωτεύουσα.
     αντώνυμα: move in