moving
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | moving |
συγκριτικός | more moving |
υπερθετικός | most moving |
moving (en)
- συγκινητικός, που προκαλεί συγκίνηση, συναισθήματα
- κινούμενος, που κινείται ή κινών, που κινεί
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαmoving (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του move