Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας budge
γ΄ ενικό ενεστώτα budges
αόριστος budged
παθητική μετοχή budged
ενεργητική μετοχή budging

  Ρήμα επεξεργασία

budge (en) (μάλλον ανεπίσημο)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) μετακινώ, μετακινούμαι ελαφρά· κάνω κάτι ή κάποιον να μετακινηθεί ελαφρά
    Don’t budge during the ride.
    Μη μετακινείσθε κατά τη διάρκεια της διαδρομής.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) μετακινώ, αλλάζω τη γνώμη μου για κάτι· κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη
    He can’t be budged on his opinions!/You can’t budge him from his opinions!
    Δεν μπορείς να τον μετακινήσεις από τις απόψεις του!

Συνώνυμα επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη move

  Πηγές επεξεργασία