ασυνίζητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασυνίζητος < α- + συνιζη- + -τος < αρχαία ελληνική συνιζάνω[1] ή ελληνιστική κοινή συνίζω[2]. → δείτε τη λέξη συνίζησις
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.siˈni.zi.tos/
Επίθετο επεξεργασία
ασυνίζητος
- (γλωσσολογία, φωνητική) μη συνιζημένος
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ασυνίζητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυνίζητος
|