↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνίζησῐς αἱ συνιζήσεις
      γενική τῆς συνιζήσεως τῶν συνιζήσεων
      δοτική τῇ συνιζήσει ταῖς συνιζήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συνίζησῐν τὰς συνιζήσεις
     κλητική ! συνίζησῐ συνιζήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνιζήσει
γεν-δοτ τοῖν  συνιζησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνίζησις < συνιζάνω, συνιζη- + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνίζησις, -εως θηλυκό

  1. καθίζηση, βούλιαγμα, καταβύθιση
  2. (ελληνιστική σημασία) συνίζηση (γραμματική)

Συγγενικά

επεξεργασία