Ετυμολογία

επεξεργασία
πιάνει άερας <  δείτε τη λέξη πιάνει, απρόσωπη χρήση του τρίτου προσώπου του πιάνω & αέρας

πιάνει άερας

  1. (άνεμος) η αλλαγή καιρού με άνεμο
      Μας πιάσανε οι αέρηδες, και γυρίσαμε το σκάρος πίσω στο λιμάνι.
     συνώνυμα: σηκώνει αέρα
  2. για περιοχή που έχει συχνά ανέμους
      Εκείνη την παραλία την πιάνει ο αέρας, ενώ στην άλλη μεριά του νησιού είναι πιο ήσυχη η θάλασσα.

Μεταφράσεις

επεξεργασία