δίνω αέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
δίνω αέρα
- (μεταφορικά,για ρούχα, κατασκευές κλπ) κάνω κάτι πιο φαρδύ, πιο άνετο
- παραδίνω θάρρος, κάνοντας κάποιον να αποθρασυνθεί
- ↪ Μην του δίνεις και πολύ αέρα! Είναι θρασύς τύπος.
- ≠ αντώνυμα: βάζω στη θέση του
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κάνω πιο άνετο
|