Ετυμολογία

επεξεργασία
παίρνω αέρα < → δείτε τις λέξεις παίρνω και αέρας στην αιτιατική ενικού (στη σημασία: άνεση)

  Έκφραση

επεξεργασία

παίρνω αέρα

  1. (μεταφορικά) αποκτώ μεγαλύτερη άνεση στη συμπεριφορά μου (φτάνοντας μέχρι και την αδιαφορία ή και την αγένεια προς τους άλλους)
    ⮡  Από τότε που πήρε προαγωγή, πήρε πολύ αέρα και δεν υπολογίζει κανέναν.
    → δείτε και τις εκφράσεις παίρνει το μυαλό μου αέρα, δίνω αέρα και κόβω τον αέρα
  2. κυριαρχώ σε διαπροσωπικές σχέσεις
    ⮡  Του πήρε τον αέρα και τον κάνει πια ό,τι θέλει.
  3. αναπνέω καθαρό αέρα
    ⮡  Άνοιξε τα παράθυρα να πάρουμε αέρα, πολύ καπνό έχει εδώ μέσα.
  4. ηρεμώ, παίρνω βαθιά αναπνοή
    ⮡  Βγήκε έξω να πάρει αέρα γιατί ήταν πολύ εκνευρισμένος.

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία