Ετυμολογία

επεξεργασία
παίρνω τον αέρα < → δείτε τις λέξεις παίρνω, τον και αέρα, αιτιατική ενικού του αέρας

  Έκφραση

επεξεργασία

παίρνω τον αέρα

  • συνηθίζω και μαθαίνω μια ενέργεια ώστε να αποκτήσω επιδεξιότητα, εξοικειώνομαι με κάτι
    ⮡  Κοίτα τι γρήγορα που κάνει ποδήλατο, πήρε τον αέρα του πια!

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία