κόβω τον αέρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
κόβω τον αέρα
- (μεταφορικά) βάζω σε κάποιον όρια τον βάζω στη θέση του επειδή αποθρασύνθηκε
- ↪ Του 'κοψε τον αέρα γιατί είχε πια παράλογες απαιτήσεις.
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κόβω τον αέρα
|