γίνομαι αέρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαγίνομαι αέρας (συνήθως στον αόριστο, τρίτο πρόσπο: έγινε αέρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία γίνομαι αέρας
→ δείτε την έκφραση γίνομαι καπνός |
γίνομαι αέρας (συνήθως στον αόριστο, τρίτο πρόσπο: έγινε αέρας
→ δείτε την έκφραση γίνομαι καπνός |