ανάερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανάερος | η | ανάερη | το | ανάερο |
γενική | του | ανάερου | της | ανάερης | του | ανάερου |
αιτιατική | τον | ανάερο | την | ανάερη | το | ανάερο |
κλητική | ανάερε | ανάερη | ανάερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανάεροι | οι | ανάερες | τα | ανάερα |
γενική | των | ανάερων | των | ανάερων | των | ανάερων |
αιτιατική | τους | ανάερους | τις | ανάερες | τα | ανάερα |
κλητική | ανάεροι | ανάερες | ανάερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαανάερος
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαανάερος
- που είναι πνιγηρός, δεν αερίζεται καλά
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανάερος
|