Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλανάται στον αέρα < → δείτε τη λέξη πλανάται, απρόσωπο τρίτο πρόσωπο του πλανώμαι, στον & αέρα, αιτιατική ενικού του αέρας

  Έκφραση επεξεργασία

πλανάται στον αέρα

  Μεταφράσεις επεξεργασία