συνοδίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνοδίτης < (ελληνιστική κοινή) συνοδίτης
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυνοδίτης αρσενικό
- ο συνοδοιπόρος, ο ακόλουθος
- (γλωσσολογία) σύμφωνο που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο άλλα σύμφωνα μιας λέξης για τη διευκόλυνση της άρθρωσής της
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνοδίτης
|