πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συνοδοιπόρος οι συνοδοιπόροι
      γενική του/της συνοδοιπόρου των συνοδοιπόρων
    αιτιατική τον/τη συνοδοιπόρο τους/τις συνοδοιπόρους
     κλητική συνοδοιπόρε συνοδοιπόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνοδοιπόρος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά και μεταφορικά) αυτός με τον οποίο βαδίζεις μαζί, ο σύντροφος σε μια διαδρομή
  2. (πολιτική, παρωχημένο) που διάκειται φιλικά προς το κομμουνιστικό κόμμα, χωρίς να είναι μέλος του

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα