Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η συνοδοιπόρος οι συνοδοιπόροι
      γενική του/της συνοδοιπόρου των συνοδοιπόρων
    αιτιατική τον/τη συνοδοιπόρο τους/τις συνοδοιπόρους
     κλητική συνοδοιπόρε συνοδοιπόροι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνοδοιπόρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνοδοιπόρος [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνοδοιπόρος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά και μεταφορικά) αυτός με τον οποίο βαδίζεις μαζί, ο σύντροφος σε μια διαδρομή
  2. (πολιτική, παρωχημένο) που διάκειται φιλικά προς το κομμουνιστικό κόμμα, χωρίς να είναι μέλος του

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία