↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνοδοιπορία οι συνοδοιπορίες
      γενική της συνοδοιπορίας των συνοδοιποριών
    αιτιατική τη συνοδοιπορία τις συνοδοιπορίες
     κλητική συνοδοιπορία συνοδοιπορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνοδοιπορία < ελληνιστική κοινή συνοδοιπορία < αρχαία ελληνική συνοδοιπόρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνοδοιπορία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία