Δείτε επίσης: συνοδοιπορῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνοδοιπορώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνοδοιπορῶ, συνηρημένος τύπος του συνοδοιπορέω < συνοδοιπόρος (αρχαία ελληνική σύν + ὁδοιπόρος) Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + οδοιπορώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.no.ði.poˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νο‐δοι‐πο‐ρώ
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐ο‐δοι‐πο‐ρώ

  Ρήμα επεξεργασία

συνοδοιπορώ, αόρ.: συνοδοιπόρησα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. έχω τις ίδιες αντιλήψεις με κάποιον, ακολουθώ την ιδεολογία του
  2. (παρωχημένο) οδοιπορώ, βαδίζω μαζί με κάποιον στον ίδιο δρόμο, συντροφεύω σε μια διαδρομή

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία