συνοδοιπορώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνοδοιπορώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνοδοιπορῶ, συνηρημένος τύπος του συνοδοιπορέω < συνοδοιπόρος (αρχαία ελληνική σύν + ὁδοιπόρος) Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + οδοιπορώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.no.ði.poˈɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νο‐δοι‐πο‐ρώ
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐ο‐δοι‐πο‐ρώ
Ρήμα
επεξεργασίασυνοδοιπορώ, αόρ.: συνοδοιπόρησα (χωρίς παθητική φωνή)
- έχω τις ίδιες αντιλήψεις με κάποιον, ακολουθώ την ιδεολογία του
- (παρωχημένο) οδοιπορώ, βαδίζω μαζί με κάποιον στον ίδιο δρόμο, συντροφεύω σε μια διαδρομή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις συνοδοιπόρος, οδοιπόρος, οδός και πόρος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνοδοιπορώ | συνοδοιπορούσα | θα συνοδοιπορώ | να συνοδοιπορώ | συνοδοιπορώντας | |
β' ενικ. | συνοδοιπορείς | συνοδοιπορούσες | θα συνοδοιπορείς | να συνοδοιπορείς | ||
γ' ενικ. | συνοδοιπορεί | συνοδοιπορούσε | θα συνοδοιπορεί | να συνοδοιπορεί | ||
α' πληθ. | συνοδοιπορούμε | συνοδοιπορούσαμε | θα συνοδοιπορούμε | να συνοδοιπορούμε | ||
β' πληθ. | συνοδοιπορείτε | συνοδοιπορούσατε | θα συνοδοιπορείτε | να συνοδοιπορείτε | συνοδοιπορείτε | |
γ' πληθ. | συνοδοιπορούν(ε) | συνοδοιπορούσαν(ε) | θα συνοδοιπορούν(ε) | να συνοδοιπορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνοδοιπόρησα | θα συνοδοιπορήσω | να συνοδοιπορήσω | συνοδοιπορήσει | ||
β' ενικ. | συνοδοιπόρησες | θα συνοδοιπορήσεις | να συνοδοιπορήσεις | συνοδοιπόρησε | ||
γ' ενικ. | συνοδοιπόρησε | θα συνοδοιπορήσει | να συνοδοιπορήσει | |||
α' πληθ. | συνοδοιπορήσαμε | θα συνοδοιπορήσουμε | να συνοδοιπορήσουμε | |||
β' πληθ. | συνοδοιπορήσατε | θα συνοδοιπορήσετε | να συνοδοιπορήσετε | συνοδοιπορήστε | ||
γ' πληθ. | συνοδοιπόρησαν συνοδοιπορήσαν(ε) |
θα συνοδοιπορήσουν(ε) | να συνοδοιπορήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνοδοιπορήσει | είχα συνοδοιπορήσει | θα έχω συνοδοιπορήσει | να έχω συνοδοιπορήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνοδοιπορήσει | είχες συνοδοιπορήσει | θα έχεις συνοδοιπορήσει | να έχεις συνοδοιπορήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συνοδοιπορήσει | είχε συνοδοιπορήσει | θα έχει συνοδοιπορήσει | να έχει συνοδοιπορήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνοδοιπορήσει | είχαμε συνοδοιπορήσει | θα έχουμε συνοδοιπορήσει | να έχουμε συνοδοιπορήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνοδοιπορήσει | είχατε συνοδοιπορήσει | θα έχετε συνοδοιπορήσει | να έχετε συνοδοιπορήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνοδοιπορήσει | είχαν συνοδοιπορήσει | θα έχουν συνοδοιπορήσει | να έχουν συνοδοιπορήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακολουθώ την ιδεολογία
|
βαδίζω μαζί
|