Ουσιαστικό

επεξεργασία

fellow traveller (en)

  1. (κυριολεκτικά) συνταξιδιώτης
  2. (ΗΠΑ) φιλικά προσκείμενος πολιτικής οργάνωσης ή ιδεολογίας (χρήση συνήθως αναφορικά με τον κομμουνισμό)· συνοδοιπόρος