fellow traveller
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfellow traveller (en)
- (κυριολεκτικά) συνταξιδιώτης
- (ΗΠΑ) φιλικά προσκείμενος πολιτικής οργάνωσης ή ιδεολογίας (χρήση συνήθως αναφορικά με τον κομμουνισμό)· συνοδοιπόρος
fellow traveller (en)