Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Οικουμενική Σύνοδος οι Οικουμενικές Σύνοδοι
      γενική της Οικουμενικής Συνόδου των Οικουμενικών Συνόδων
    αιτιατική την Οικουμενική Σύνοδο τις Οικουμενικές Σύνοδοι
     κλητική Οικουμενική Σύνοδε Οικουμενικές Σύνοδοι
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Οικουμενική Σύνοδος < → δείτε τις λέξεις οικουμενικός και σύνοδος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

Οικουμενική Σύνοδος

Εκφράσεις επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία