Οικουμενική Σύνοδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Οικουμενική Σύνοδος | οι | Οικουμενικές Σύνοδοι |
γενική | της | Οικουμενικής Συνόδου | των | Οικουμενικών Συνόδων |
αιτιατική | την | Οικουμενική Σύνοδο | τις | Οικουμενικές Σύνοδοι |
κλητική | Οικουμενική Σύνοδε | Οικουμενικές Σύνοδοι | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Οικουμενική Σύνοδος < → δείτε τις λέξεις οικουμενικός και σύνοδος
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαΟικουμενική Σύνοδος
- (χριστιανισμός) το ανώτατο συλλογικό όργανο της Ορθόδοξης Εκκλησίας που συνέρχεται, όταν συντρέχει κάποιο σοβαρό δογματικό ή γενικότερα θρησκευτικό ζήτημα, και την οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι από κάθε Πατριαρχείο και κάθε αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Εκφράσεις
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- δόγμα
- οικουμενική κίνηση: → δείτε τη λέξη οικουμενικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία Οικουμενική Σύνοδος
|