Δείτε επίσης: οἰκουμενικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οικουμενικός η οικουμενική το οικουμενικό
      γενική του οικουμενικού της οικουμενικής του οικουμενικού
    αιτιατική τον οικουμενικό την οικουμενική το οικουμενικό
     κλητική οικουμενικέ οικουμενική οικουμενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οικουμενικοί οι οικουμενικές τα οικουμενικά
      γενική των οικουμενικών των οικουμενικών των οικουμενικών
    αιτιατική τους οικουμενικούς τις οικουμενικές τα οικουμενικά
     κλητική οικουμενικοί οικουμενικές οικουμενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικουμενικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰκουμενικός < οἰκουμέν(η) (εννοείται γῆ) + -ικός < οἰκῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ku.me.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: οι‐κου‐με‐νι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

οικουμενικός, -ή, -ό

  • που σχετίζεται με την οικουμένη κι όχι με μεμονωμένες χώρες ή ομάδες ανθρώπων
    οικουμενική συνείδηση, οικουμενικοί κίνδυνοι
    ※  Το ελληνικό κοσμοσύστημα διακρίνεται σε δύο περιόδους , την κρατοκεντρική και την οικουμενική. Και στις δύο βασικό θεμέλιο και πυρήνα αποτελεί η πόλη ως ανεξάρτητο κράτος στην πρώτη περίοδο και ως αυτόνομη πολιτεία ή κοινότητα στη δεύτερη περίοδο
    Σωτηρία Τριαντάρη-Μαρά, Η συμβολή του ελληνικού πνεύματος στην εξάπλωση της ευρωπαϊκής ιδέας, εκδ. Σταμούλη, 2005, σελ. 111

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις οίκος και οἶκος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία