Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικουμένη < οἰκουμένη, μετοχή Ενεστώτα του οἰκέομαι -οῦμαι (: κατοικούμαι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οικουμένη θηλυκό

  • το σύνολο των λαών, των φυλών και των χωρών που κατοικούν τη γη

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία