Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
οικουμένη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
οικουμέν
η
οι
οικουμέν
ες
γενική
της
οικουμέν
ης
των
οικουμέν
ων
αιτιατική
την
οικουμέν
η
τις
οικουμέν
ες
κλητική
οικουμέν
η
οικουμέν
ες
Κατηγορία
όπως «
ερωμένη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
οικουμένη
<
οἰκουμένη
, μετοχή Ενεστώτα του
οἰκέομαι
-οῦμαι (: κατοικούμαι)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
οικουμένη
θηλυκό
το σύνολο των λαών, των φυλών και των χωρών που κατοικούν τη
γη
Συγγενικά
επεξεργασία
οικουμενικός
Συνώνυμα
επεξεργασία
υφήλιος
κόσμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
οικουμένη
γαλλικά
:
univers
(fr)