↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικουμένη οι οικουμένες
      γενική της οικουμένης των οικουμένων
    αιτιατική την οικουμένη τις οικουμένες
     κλητική οικουμένη οικουμένες
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οικουμένη < οἰκουμένη, μετοχή Ενεστώτα του οἰκέομαι -οῦμαι (: κατοικούμαι)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οικουμένη θηλυκό

  • το σύνολο των λαών, των φυλών και των χωρών που κατοικούν τη γη

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία