Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οικουμενική κυβέρνηση οι οικουμενικές κυβερνήσεις
      γενική της οικουμενικής κυβέρνησης
οικουμενικής κυβερνήσεως*
των οικουμενικών κυβερνήσεων
    αιτιατική την οικουμενική κυβέρνηση τις οικουμενικές κυβερνήσεις
     κλητική οικουμενική κυβέρνηση οικουμενικές κυβερνήσεις
* λόγιος, παρωχημένος τύπος
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

οικουμενική κυβέρνηση < → δείτε τις λέξεις οικουμενικός και κυβέρνηση• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

οικουμενική κυβέρνηση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία