εκκλησία
(Ανακατεύθυνση από Εκκλησία)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκκλησία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκκλησία < ἔκκλητος < ἐκ + καλέω / καλῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kelh₁- / *kl̥h₁- (καλώ, φωνάζω). Συγκρίνετε με το εκκλησιά.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.kliˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐κλη‐σί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκκλησία θηλυκό
- (αρχαία ελληνική ιστορία) συνέλευση
- (χριστιανισμός) το σύνολο των Χριστιανών μιας περιοχής
- ⮡ η επιστολή του Παύλου προς την Εκκλησία της Κορίνθου
- (χριστιανισμός) το σύνολο των Χριστιανών που ακολουθούν ένα δόγμα
- ⮡ η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
- ⮡ η Ορθόδοξη Εκκλησία
- ※ Εκκλησία χωρίς γυναίκες είναι σαν το κολέγιο των Αποστόλων χωρίς τη Θεοτόκο. O ρόλος των γυναικών στην Εκκλησία δεν είναι απλός όσο αυτός της μητρότητας, αλλά πολύ ευρύτερος: είναι ακριβώς το να είναι εικόνα της Θεοτόκου που βοηθά την Εκκλησία να προοδεύει (Eleni Kasselouri-Hatzivassiliadi, Niki Papageorgiou, Petros Vassiliadis, Deaconesses, the Ordination of Women and Orthodox Theology, κεφ. Οι παρεμβάσεις του Πάπα Φραγκίσκου Α΄, 2018, σελ. 475)
- (χριστιανισμός) η εκκλησιαστική ιεραρχία
- ⮡ αντιδράσεις της Εκκλησίας για το νέο νομοσχέδιο
- (χριστιανισμός) ο ναός
- ※ Άρχισε ο παπα-Γρηγόρης να διαβάζει το Ευαγγέλιο από τον άμβωνα, με τη βαριά φωνή του που έκανε τα τζαμάκια της εκκλησίας να τριζοβολάνε (Άλκη Ζέη, Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, 1971)
- άλλες μορφές: εκκλησιά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκκλησία
Πηγές
επεξεργασία- εκκλησία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας