εκκλησιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εκκλησιάζομαι < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἐκκλησιάζω < ἐκκλησία < καλέω / καλῶ
Ρήμα
επεξεργασία
εκκλησιάζομαι
- (θρησκεία) παρακολουθώ τη Θεία Λειτουργία (ή άλλη εκκλησιαστική ακολουθία)