Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκκλησιολογία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εκκλησιολογί
α
οι
εκκλησιολογί
ες
γενική
της
εκκλησιολογί
ας
των
εκκλησιολογι
ών
αιτιατική
την
εκκλησιολογί
α
τις
εκκλησιολογί
ες
κλητική
εκκλησιολογί
α
εκκλησιολογί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκκλησιολογία
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκκλησιολογία
θηλυκό
κλάδος της
θεολογία
ς που μελετά τη φύση και το σκοπό της
Εκκλησίας
Δείτε επίσης
επεξεργασία
εκκλησιολογία
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκκλησιολογία
γαλλικά
:
ecclésiologie
(fr)