kirko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kirko | kirkoj |
αιτιατική | kirkon | kirkojn |
kirko (eo)
- η εκκλησία (το κτήριο)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kirko | kirkoj |
αιτιατική | kirkon | kirkojn |
kirko (eo)