Δείτε επίσης: αντιεκκλησιαστικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραεκκλησιαστικός η παραεκκλησιαστική το παραεκκλησιαστικό
      γενική του παραεκκλησιαστικού της παραεκκλησιαστικής του παραεκκλησιαστικού
    αιτιατική τον παραεκκλησιαστικό την παραεκκλησιαστική το παραεκκλησιαστικό
     κλητική παραεκκλησιαστικέ παραεκκλησιαστική παραεκκλησιαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραεκκλησιαστικοί οι παραεκκλησιαστικές τα παραεκκλησιαστικά
      γενική των παραεκκλησιαστικών των παραεκκλησιαστικών των παραεκκλησιαστικών
    αιτιατική τους παραεκκλησιαστικούς τις παραεκκλησιαστικές τα παραεκκλησιαστικά
     κλητική παραεκκλησιαστικοί παραεκκλησιαστικές παραεκκλησιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραεκκλησιαστικός < παρα- + εκκλησιαστικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾa.e.kli.si.a.stiˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

παραεκκλησιαστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία