bãsearicã
Αρωμουνικά (βλάχικα) (roa-rup)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- bãsearicã < λατινική basilica < ελληνιστική κοινή βασιλική < αρχαία ελληνική βασιλικός < βασιλεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
bãsearicã (roa-rup) θηλυκό (πληθυντικός: bãserits)