basilica
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- basilica < λατινική basilica < αρχαία ελληνική βασιλική
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbasilica (en)
- (αρχιτεκτονική) βασιλική (ναός)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- basilica < λατινική basilica < αρχαία ελληνική βασιλική
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /baˈzi.li.ka/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbasilica (it)
- (αρχιτεκτονική) βασιλική (ναός)
- η εκκλησία
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- basilica < αρχαία ελληνική βασιλική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbasilica (la) θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) βασιλική (ναός)
- εκκλησία
- στενόμακρη αίθουσα με κιονοστοιχία η οποία λειτουργούσε ως δικαστήριο
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- basilica < λατινική basilica < αρχαία ελληνική βασιλική
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌbaːˈzi.li.kaː/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbasilica (nl)
- (αρχιτεκτονική) βασιλική (ναός)