igreja
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
igreja | igrejas |
Ετυμολογία
επεξεργασία- igreja < (κληρονομημένο) παλαιά πορτογαλική ygreja < λατινική ecclesia < αρχαία ελληνική ἐκκλησία < ἐκ + καλέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈɣɾɐ.ʒɐ/ & /iˈɣɾɐj.ʒɐ/ (Πορτογαλία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαigreja (pt) θηλυκό