igreja
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
igreja | igrejas |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- igreja < (κληρονομημένο) παλαιά πορτογαλική ygreja < λατινική ecclesia < αρχαία ελληνική ἐκκλησία < ἐκ + καλέω
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
igreja (pt) θηλυκό
- (χριστιανισμός) η εκκλησία, ο ναός
- (χριστιανισμός) εκκλησία, το σύνολο των πιστών ενός δόγματος