Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντεκκλησιαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αντεκκλησιαστικ
ός
η
αντεκκλησιαστικ
ή
το
αντεκκλησιαστικ
ό
γενική
του
αντεκκλησιαστικ
ού
της
αντεκκλησιαστικ
ής
του
αντεκκλησιαστικ
ού
αιτιατική
τον
αντεκκλησιαστικ
ό
την
αντεκκλησιαστικ
ή
το
αντεκκλησιαστικ
ό
κλητική
αντεκκλησιαστικ
έ
αντεκκλησιαστικ
ή
αντεκκλησιαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αντεκκλησιαστικ
οί
οι
αντεκκλησιαστικ
ές
τα
αντεκκλησιαστικ
ά
γενική
των
αντεκκλησιαστικ
ών
των
αντεκκλησιαστικ
ών
των
αντεκκλησιαστικ
ών
αιτιατική
τους
αντεκκλησιαστικ
ούς
τις
αντεκκλησιαστικ
ές
τα
αντεκκλησιαστικ
ά
κλητική
αντεκκλησιαστικ
οί
αντεκκλησιαστικ
ές
αντεκκλησιαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντεκκλησιαστικός
<
αντι-
+
εκκλησιαστικός
Επίθετο
επεξεργασία
αντεκκλησιαστικός, -ή, -ό
άλλη γραφή του
αντιεκκλησιαστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντεκκλησιαστικός
→
δείτε
τη λέξη
αντιεκκλησιαστικός