Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρες κόνφερανς < αγγλική press conference

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρες κόνφερανς θηλυκό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία