Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνέντευξη οι συνεντεύξεις
      γενική της συνέντευξης* των συνεντεύξεων
    αιτιατική τη συνέντευξη τις συνεντεύξεις
     κλητική συνέντευξη συνεντεύξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνεντεύξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνέντευξη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνέντευξις (-τυχαία- συνάντηση) > συν- + αρχαία ελληνική ἔντευξις < από μεταπτωτική βαθμίδα του ἐντυγχάνω [1] → δείτε τη λέξη τυγχάνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈnen.def.ksi/ και σε γρήγορο λόγο: siˈne.def.ksi
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νέ‐ντευ‐ξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνέντευξη θηλυκό

  1. διαδικασία κατά την οποία ένας δημοσιογράφος θέτει ερωτήσεις προφορικά σε κάποιον για να μάθει την άποψή του για διάφορα θέματα, να μάθει προσωπικές πληροφορίες, κλπ., και οι απαντήσεις γνωστοποιούνται σε ευρύτερο κοινό
  2. η διαπίστωση αν κάποιος έχει τα απαραίτητα προσόντα και τις κατάλληλες γνώσεις για να αναλάβει μια δουλειά, με το να απαντήσει ο υποψήφιος προφορικά σε διάφορες ερωτήσεις

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.