Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεντευξιαζόμενος η συνεντευξιαζόμενη το συνεντευξιαζόμενο
      γενική του συνεντευξιαζόμενου της συνεντευξιαζόμενης του συνεντευξιαζόμενου
    αιτιατική τον συνεντευξιαζόμενο τη συνεντευξιαζόμενη το συνεντευξιαζόμενο
     κλητική συνεντευξιαζόμενε συνεντευξιαζόμενη συνεντευξιαζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεντευξιαζόμενοι οι συνεντευξιαζόμενες τα συνεντευξιαζόμενα
      γενική των συνεντευξιαζόμενων των συνεντευξιαζόμενων των συνεντευξιαζόμενων
    αιτιατική τους συνεντευξιαζόμενους τις συνεντευξιαζόμενες τα συνεντευξιαζόμενα
     κλητική συνεντευξιαζόμενοι συνεντευξιαζόμενες συνεντευξιαζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνεντευξιαζόμενος: μετοχή και ουσιαστικοποιημένη μετοχή, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική interviewee ή από τη γαλλική interviewé[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.nen.def.ksi.aˈzo.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νε‐ντευ‐ξι‐α‐ζό‐με‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

συνεντευξιαζόμενος, -η, -ο (μετοχή παθητικού ενεστώτα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνεντευξιαζόμενος αρσενικό (θηλυκό συνεντευξιαζόμενη)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. συνεντευξιαζόμενος, συνεντευξιάζομαιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)