Interview
Γερμανικά (de) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Interview | die | Interviews |
γενική | des | Interviews | der | Interviews |
δοτική | dem | Interview | den | Interviews |
αιτιατική | das | Interview | die | Interviews |
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Interview (de) ουδέτερο