interview
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαinterview < αγγλοσαξονική entreveue
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
interview | interviews |
interview (en)
- η συνέντευξη
- ⮡ He refused to give an interview.
- Αρνήθηκε να δώσει συνέντευξη.
- ⮡ He refused to give an interview.
- η ανάκριση υπόπτου τέλεσης αδικήματος από την αστυνομία
- ⮡ They called him down to the police station for an interview.
- Τον κάλεσαν στο τμήμα για ανάκριση.
- ⮡ They called him down to the police station for an interview.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | interview |
γ΄ ενικό ενεστώτα | interviews |
αόριστος | interviewed |
παθητική μετοχή | interviewed |
ενεργητική μετοχή | interviewing |
interview (en)
- δίνω συνέντευξη
- ⮡ He refused to be interviewed.
- Αρνήθηκε να δώσει συνέντευξη.
- ⮡ He refused to be interviewed.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
interview | interviews |
interview (fr) θηλυκό