ἀναβεβλημένος, -η, -ον συχνά σε επιθετική χρήση

  • μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου (ἀναβέβλημαι) του ρήματος ἀναβάλλω
    1. στη σημασία: ρίχνω, τινάζω
      ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 5, 2.5
      ἐπεὶ δὲ μαχόμενοι οὐκ ἐδύναντο λαβεῖν τὸ χωρίον (καὶ γὰρ τάφρος ἦν περὶ αὐτὸ εὐρεῖα ἀναβεβλημένη καὶ σκόλοπες ἐπὶ τῆς ἀναβολῆς καὶ τύρσεις πυκναὶ ξύλιναι πεποιημέναι), ἀπιέναι δὴ ἐπεχείρουν
      Παρ᾽ όλη τη μάχη όμως που έκαμαν δεν μπόρεσαν να κυριέψουν την τοποθεσία, γιατί γύρω υπήρχε ένα φαρδύ χαντάκι, με τα σκαμμένα χώματα σωριασμένα στις άκρες του και πάνω απ᾽ αυτά ήταν στερεωμένα παλούκια και στημένοι πυκνοί πύργοι ξύλινοι. Γι᾽ αυτό προσπαθούσαν να φύγουν,
      Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
    2. στη σημασία: με το χιτώνα ριγμένο πάνω ή πίσω, ντυμένος
      ※  4ος πκε αιώνας Δημοσθένης, Περὶ τῆς παραπρεσβείας, 251 @scaife.perseus
      ἔφη τὸν Σόλωνʼ ἀνακεῖσθαι τῆς τῶν τότε δημηγορούντων σωφροσύνης παράδειγμα, εἴσω τὴν χεῖρʼ ἔχοντʼ ἀναβεβλημένον, ἐπιπλήττων τι καὶ λοιδορούμενος τῇ τοῦ Τιμάρχου προπετείᾳ.
      λείπει η μετάφραση
      ※  4ος/3ος πκε αιώνας Θεόφραστος, Χαρακτῆρες , Ο ΟΛΙΓΑΡΧΙΚΟΣ, 26.4
      καὶ τὸ μέσον δὲ τῆς ἡμέρας ἐξιὼν [καὶ] τὸ ἱμάτιον ἀναβεβλημένος καὶ μέσην κουρὰν κεκαρμένος καὶ ἀκριβῶς ἀπωνυχισμένος σοβεῖν τοὺς τοιούτους λόγους ‹λέγων› τὴν τοῦ Ὠιδείου·
      Αφού βγει από το σπίτι του κατά το μέσον της ημέρας, φορώντας το ιμάτιό του, κουρεμένος με έναν καθώς πρέπει τρόπο και με νύχια περιποιημένα στην εντέλεια, περπατά καμαρωτός στο δρόμο για το Ωδείο λέγοντας τα ακόλουθα:
      Μετάφραση (2008): Σταύρος Γκιργκένης @greek‑language.gr
    3. στη σημασία: ανακρούω: αργός (όπως για αὔλημα)
      επίρρημα ἀναβεβλημένως (αργά)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀναβεβλημένος ἀναβεβλημένη τὸ ἀναβεβλημένον
      γενική τοῦ ἀναβεβλημένου τῆς ἀναβεβλημένης τοῦ ἀναβεβλημένου
      δοτική τῷ ἀναβεβλημέν τῇ ἀναβεβλημέν τῷ ἀναβεβλημέν
    αιτιατική τὸν ἀναβεβλημένον τὴν ἀναβεβλημένην τὸ ἀναβεβλημένον
     κλητική ! ἀναβεβλημένε ἀναβεβλημένη ἀναβεβλημένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀναβεβλημένοι αἱ ἀναβεβλημέναι τὰ ἀναβεβλημέν
      γενική τῶν ἀναβεβλημένων τῶν ἀναβεβλημένων τῶν ἀναβεβλημένων
      δοτική τοῖς ἀναβεβλημένοις ταῖς ἀναβεβλημέναις τοῖς ἀναβεβλημένοις
    αιτιατική τοὺς ἀναβεβλημένους τὰς ἀναβεβλημένᾱς τὰ ἀναβεβλημέν
     κλητική ! ἀναβεβλημένοι ἀναβεβλημέναι ἀναβεβλημέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀναβεβλημένω τὼ ἀναβεβλημέν τὼ ἀναβεβλημένω
      γεν-δοτ τοῖν ἀναβεβλημένοιν τοῖν ἀναβεβλημέναιν τοῖν ἀναβεβλημένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές