ενεστώτας postpone
γ΄ ενικό ενεστώτα postpones
αόριστος postponed
παθητική μετοχή postponed
ενεργητική μετοχή postponing

postpone (en)

  • καθυστερώ, αναβάλλω, κανονίζω ένα γεγονός να συμβεί σε μεταγενέστερη ώρα ή ημερομηνία από ό,τι είχα αρχικά προγραμματίσει
    ⮡  I will postpone my departure by two days.
    Θα καθυστερώ/αναβάλλω την αναχώρησή μου για δυο μέρες.
    ⮡  The railroad strike is ongoing; therefore, the trip is postponed.
    Συνεχίζεται η απεργία στα τρένα· επομένως το ταξίδι αναβάλλεται.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delay