postpone
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | postpone |
γ΄ ενικό ενεστώτα | postpones |
αόριστος | postponed |
παθητική μετοχή | postponed |
ενεργητική μετοχή | postponing |
Ρήμα
επεξεργασίαpostpone (en)
- αναβάλλω, καθυστερώ, κανονίζω ένα γεγονός να συμβεί σε μεταγενέστερη ώρα ή ημερομηνία από ό,τι είχα αρχικά προγραμματίσει
- ⮡ The railroad strike is ongoing; therefore, the trip is postponed.
- Συνεχίζεται η απεργία στα τρένα· επομένως το ταξίδι αναβάλλεται.
- ⮡ The trial was postponed to next week.
- Η δίκη αναβλήθηκε για την επόμενη εβδομάδα.
- ⮡ I will postpone my departure by two days.
- Θα αναβάλλω/καθυστερώ την αναχώρησή μου για δυο μέρες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη delay
- ⮡ The railroad strike is ongoing; therefore, the trip is postponed.
Πηγές
επεξεργασία- postpone - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 42. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναβάλλω