Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναβολικό τα αναβολικά
      γενική του αναβολικού των αναβολικών
    αιτιατική το αναβολικό τα αναβολικά
     κλητική αναβολικό αναβολικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναβολικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναβολικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναβολικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αναβολικό

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αναβολικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αναβολικός