αναβολικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναβολικός < (άμεσο δάνειο) αγγλική anabolic < λατινική anabolicus < ελληνιστική κοινή ἀναβολικός < αρχαία ελληνική ἀναβάλλω < βάλλω (αντιδάνειο)
Επίθετο
επεξεργασίααναβολικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αναβολισμό, αναφέρεται σ’ αυτόν ή τον ευνοεί
- (ουσιαστικοποιημένο) αναβολικά: