↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναβαλλόμενος η αναβαλλόμενη το αναβαλλόμενο
      γενική του αναβαλλόμενου της αναβαλλόμενης του αναβαλλόμενου
    αιτιατική τον αναβαλλόμενο την αναβαλλόμενη το αναβαλλόμενο
     κλητική αναβαλλόμενε αναβαλλόμενη αναβαλλόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναβαλλόμενοι οι αναβαλλόμενες τα αναβαλλόμενα
      γενική των αναβαλλόμενων των αναβαλλόμενων των αναβαλλόμενων
    αιτιατική τους αναβαλλόμενους τις αναβαλλόμενες τα αναβαλλόμενα
     κλητική αναβαλλόμενοι αναβαλλόμενες αναβαλλόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναβαλλόμενος <
  1. μετοχή παθητικού παρακειμένου αναβάλλω
  2. ελληνιστική ἀναβαλλόμενος < από την έκφραση "ἀκούω (ή ψέλνω) τὸν ἀναβαλλόμενο" < από τη μη σημασιολογικά συγγενή λέξη "ἀναβαλλόμενος" που υπάρχει στην αρχή του εκτεταμένου ψαλμού 103 « Τῷ Δαυῒδ » (εξ αιτίας της μεγάλης χρονικής διάρκειας του ψαλμού).
    Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον. Κύριε ὁ Θεός μου, ἐμεγαλύνθης σφόδρα, ἐξομολόγησιν καὶ μεγαλοπρέπειαν ἐνεδύσω ἀναβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον...

αναβαλλόμενος

  1. (σπάνιο) που αναβάλλεται συνέχεια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αναβαλλόμενος αρσενικό

  1. επίπληξη

Εκφράσεις

επεξεργασία

του ψέλνει τον αναβαλλόμενο : τον επιπλήττει αυστηρά για πολλή ώρα

Συνώνυμα

επεξεργασία