εξάψαλμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eˈksa.psal.mos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξάψαλμος αρσενικό
- (μουσική, εκκλησιαστικός όρος) σύνολο από έξι ψαλμούς που ψάλλονται κατά την ακολουθία του Όρθρου
- (μεταφορικά) επίπληξη
- άκουσε τον εξάψαλμο μετά την αποτυχία του στο διαγωνισμό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξάψαλμος
|