Ετυμολογία

επεξεργασία
καθυστέρησις (μαρτυρείται από το 1885) [1] < (καθυστερῶ), καθυστερη- + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καθυστέρησις θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 503, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου