καθυστερήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καθυστερήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθυστερώ
- θα καθυστερήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθυστερώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
καθυστερήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καθυστέρηση