Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

καθυστερήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καθυστερώ
  2. θα καθυστερήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καθυστερώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

καθυστερήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του καθυστέρηση