Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kʁɔ.nik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chronique chroniques

chronique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chronique (fr) θηλυκό