temporal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | temporal | temporaux |
θηλυκό | temporale | temporales |
temporal (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- tempe (ανατομία)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | temporal | temporaux |
θηλυκό | temporale | temporales |
temporal (fr)